- μισθοφορῶν
- μισθοφοράreceipt of wagesfem gen plμισθοφορέωreceive wagespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοφόρων — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen pl μισθοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος — (11ος αι.). Νορμανδός αρχηγός μισθοφόρων στον Βυζαντινό στρατό. Ανήκε σε ισχυρή οικογένεια των Νορμανδών της Γαλλίας και το 1069 πήρε μέρος στην εκστρατεία των συμπατριωτών του, με επικεφαλής τον Ροβέρτο Γιϊσκάρδο, στην Ιταλία, όπου διακρίθηκε… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
μισθοφορικός — ή, ό (Α μισθοφορικός, ή, όν) [μισθοφόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν α) στράτευμα το οποίο… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Άσανδρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μακεδόνας στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φιλώτα και αδελφός του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Παρμενίωνα, που διορίστηκε το 334 π.Χ. σατράπης της Λυδίας. Το 331 π.Χ. αντικαταστάθηκε από τον Μένανδρο,… … Dictionary of Greek
Κλεώνυμος — (3ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης αρχηγός μισθοφόρων και τυχοδιώκτης. Ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (309 π.Χ.), επειδή δεν μπόρεσε να τον διαδεχθεί στον θρόνο, έφυγε από τη Σπάρτη και πήγε… … Dictionary of Greek
Λεωσθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4oς αι. π.Χ.). Το 361 π.Χ. ο Αλέξανδρος των Φερών είχε καταλάβει την Πεπάρηθο (τη σημερινή Σκόπελο) και πολιορκούσε την πρωτεύουσα. Οι Αθηναίοι έστειλαν τότε εκεί τον Λ … Dictionary of Greek
Ξενοφών — I (Αθήνα 430; – 354; π.Χ.). Πολυγράφος, ιστορικός και φιλόσοφος. Την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων φέρεται ότι πολέμησε εναντίον των δημοκρατικών του Θρασύβουλου, έπειτα από τη νίκη των οποίων, αν και αμνηστεύτηκε, έφυγε από την Αθήνα. Πρώτα έλαβε … Dictionary of Greek
Οδόακρος — Γερμανός στρατηγός, που έδρασε κατά το β’ μισό του 5ου αι., επικεφαλής των μισθοφόρων Ερούλων που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Δύσης. Με αφορμή τη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων αυτών, που ζητούσαν το ένα τρίτο των ιταλικών γαιών, ανέτρεψε τον … Dictionary of Greek